ολπίδα

ολπίδα
η обл надежда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ολπίδα" в других словарях:

  • ολπίδα — και ορπίδα, η (Μ ὀλπίδα) η ελπίδα («και την ολπίδαν τόχει νά βρη πουλλίν ακάτερχο κι άγνωστο να γελάση», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίδα (πρβλ. ερμηνεία: ορμήνεια)] …   Dictionary of Greek

  • παραλαφρύνομαι — (στον Ερωτόκρ.) ελαφρύνομαι λίγο, ξαλαφρώνω («ο νους παραλαφρώνεται, η ολπίδα του πληθαίνει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αλαφρύνομαι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»